αποκεφάλιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκεφάλιση | οι | αποκεφαλίσεις |
γενική | της | αποκεφάλισης* | των | αποκεφαλίσεων |
αιτιατική | την | αποκεφάλιση | τις | αποκεφαλίσεις |
κλητική | αποκεφάλιση | αποκεφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκεφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποκεφάλιση < αποκεφαλίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκεφάλιση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποκεφάλιση
|