αποκεφαλίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααποκεφαλίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκεφαλίζω
- θα αποκεφαλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκεφαλίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίααποκεφαλίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκεφάλιση