Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αποκεφαλίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκεφαλίζω
  2. θα αποκεφαλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκεφαλίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αποκεφαλίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκεφάλιση