αποκεφαλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
αποκεφαλισμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκεφαλίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποκεφαλισμένος
αποκεφαλισμένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκεφαλίζω