Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποκεφαλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συνώνυμα
1.1.2
Αντώνυμα
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποκεφαλισμέν
ος
η
αποκεφαλισμέν
η
το
αποκεφαλισμέν
ο
γενική
του
αποκεφαλισμέν
ου
της
αποκεφαλισμέν
ης
του
αποκεφαλισμέν
ου
αιτιατική
τον
αποκεφαλισμέν
ο
την
αποκεφαλισμέν
η
το
αποκεφαλισμέν
ο
κλητική
αποκεφαλισμέν
ε
αποκεφαλισμέν
η
αποκεφαλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποκεφαλισμέν
οι
οι
αποκεφαλισμέν
ες
τα
αποκεφαλισμέν
α
γενική
των
αποκεφαλισμέν
ων
των
αποκεφαλισμέν
ων
των
αποκεφαλισμέν
ων
αιτιατική
τους
αποκεφαλισμέν
ους
τις
αποκεφαλισμέν
ες
τα
αποκεφαλισμέν
α
κλητική
αποκεφαλισμέν
οι
αποκεφαλισμέν
ες
αποκεφαλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αποκεφαλισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αποκεφαλίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
καρατομημένος
Αντώνυμα
επεξεργασία
ακαρατόμητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποκεφαλισμένος
αγγλικά
:
beheaded
(en)
,
decapitated
(en)
γαλλικά
:
décapité
(fr)