↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καρατομημένος η καρατομημένη το καρατομημένο
      γενική του καρατομημένου της καρατομημένης του καρατομημένου
    αιτιατική τον καρατομημένο την καρατομημένη το καρατομημένο
     κλητική καρατομημένε καρατομημένη καρατομημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καρατομημένοι οι καρατομημένες τα καρατομημένα
      γενική των καρατομημένων των καρατομημένων των καρατομημένων
    αιτιατική τους καρατομημένους τις καρατομημένες τα καρατομημένα
     κλητική καρατομημένοι καρατομημένες καρατομημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρατομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καρατομώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ɾa.to.miˈme.nos/

καρατομημένος, -η, -ο

  1. αποκεφαλισμένος
  2. (λόγιο, μεταφορικά) που έχει αποπεμφθεί ή απομακρυνθεί από το αξίωμά του ή τη θέση εργασίας του

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία