καρατομημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρατομημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καρατομώ
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακαρατομημένος, -η, -ο
- αποκεφαλισμένος
- (λόγιο, μεταφορικά) που έχει αποπεμφθεί ή απομακρυνθεί από το αξίωμά του ή τη θέση εργασίας του
Συγγενικά
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρατομημένος
|
Πηγές
επεξεργασία- καρατομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- καρατομώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)