συλλογικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συλλογικότητα < συλλογικ(ός) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική collectivité[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.lo.ʝiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συλ‐λο‐γι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυλλογικότητα θηλυκό
- το να είναι κάτι συλλογικό, η ιδιότητα του συλλογικού
- (νεολογισμός) η οργανωμένη ή ανοργάνωτη ομάδα ανθρώπων
- ※ Δεκάδες συλλογικότητες από όλη την Αττική πραγματοποίησαν παράσταση διαμαρτυρίας, έξω από τα κεντρικά της ΔΕΗ, «για την υπεξαίρεση χρημάτων», όπως υποστηρίζουν, καθώς ενώ κατέβαλαν το χρηματικό ποσό του ηλεκτρικού ρεύματος, τα χρήματα αυτά μεταφέρθηκαν στην εξόφληση του χαρατσιού. (* εφημερίδα Ελευθεροτυπία)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συλλογικός, σύλλογος, λόγος και λέγω
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συλλογικότητα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συλλογικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)