collégialité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- collégialité < collégial
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
collégialité | collégialités |
collégialité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
collégialité | collégialités |
collégialité (fr) θηλυκό