collégial
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | collégial | collégiaux |
θηλυκό | collégiale | collégiales |
Επίθετο
επεξεργασίαcollégial (fr)
- συλλογικός, που βρίσκεται σε απαρτία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | collégial | collégiaux |
θηλυκό | collégiale | collégiales |
collégial (fr)