απαρτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαρτία | οι | απαρτίες |
γενική | της | απαρτίας | των | απαρτιών |
αιτιατική | την | απαρτία | τις | απαρτίες |
κλητική | απαρτία | απαρτίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απαρτία < αρχαία ελληνική ἀπαρτία (λόγω συσχέτισής του με το απαρτίζω < επίρρημα ἀπαρτί < ἀπ᾽ ἄρτι) [1][2]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαρτία θηλυκό
- (διοικητικός όρος) η παρουσία ενός ελάχιστου αριθμού μελών ενός σώματος που επιτρέπει σε αυτό να συνεδριάσει και να πάρει αποφάσεις
- (κατ’ επέκταση) πλήρης η συντροφιά, ολόκληρη η παρέα χωρίς να λείπει κανείς, όλοι παρόντες
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαρτία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Δείτε εκτενές σχόλιο στο: Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ απαρτία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας