απαρτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαρτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαρτίζω → δείτε και τις λέξεις ἄρτι και ἄρτιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.paɾˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίααπαρτίζω, αόρ.: απάρτισα, παθ.φωνή: απαρτίζομαι, μτχ.π.ε.: απαρτιζόμενος, π.αόρ.: απαρτίστηκα/απαρτίσθηκα, μτχ.π.π.: απαρτισμένος
- συγκροτώ, είμαι μέρος ενός συνόλου, σχηματίζω
- ↪ Εμείς απαρτίζουμε τη συνέλευση.
- ↪ Το μηχάνημα απαρτίζεται από τα εξής μέρη: […]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαρτίζω | απάρτιζα | θα απαρτίζω | να απαρτίζω | απαρτίζοντας | |
β' ενικ. | απαρτίζεις | απάρτιζες | θα απαρτίζεις | να απαρτίζεις | απάρτιζε | |
γ' ενικ. | απαρτίζει | απάρτιζε | θα απαρτίζει | να απαρτίζει | ||
α' πληθ. | απαρτίζουμε | απαρτίζαμε | θα απαρτίζουμε | να απαρτίζουμε | ||
β' πληθ. | απαρτίζετε | απαρτίζατε | θα απαρτίζετε | να απαρτίζετε | απαρτίζετε | |
γ' πληθ. | απαρτίζουν(ε) | απάρτιζαν απαρτίζαν(ε) |
θα απαρτίζουν(ε) | να απαρτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απάρτισα | θα απαρτίσω | να απαρτίσω | απαρτίσει | ||
β' ενικ. | απάρτισες | θα απαρτίσεις | να απαρτίσεις | απάρτισε | ||
γ' ενικ. | απάρτισε | θα απαρτίσει | να απαρτίσει | |||
α' πληθ. | απαρτίσαμε | θα απαρτίσουμε | να απαρτίσουμε | |||
β' πληθ. | απαρτίσατε | θα απαρτίσετε | να απαρτίσετε | απαρτίστε | ||
γ' πληθ. | απάρτισαν απαρτίσαν(ε) |
θα απαρτίσουν(ε) | να απαρτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απαρτίσει | είχα απαρτίσει | θα έχω απαρτίσει | να έχω απαρτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις απαρτίσει | είχες απαρτίσει | θα έχεις απαρτίσει | να έχεις απαρτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει απαρτίσει | είχε απαρτίσει | θα έχει απαρτίσει | να έχει απαρτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απαρτίσει | είχαμε απαρτίσει | θα έχουμε απαρτίσει | να έχουμε απαρτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε απαρτίσει | είχατε απαρτίσει | θα έχετε απαρτίσει | να έχετε απαρτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απαρτίσει | είχαν απαρτίσει | θα έχουν απαρτίσει | να έχουν απαρτίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απαρτίζομαι | απαρτιζόμουν(α) | θα απαρτίζομαι | να απαρτίζομαι | ||
β' ενικ. | απαρτίζεσαι | απαρτιζόσουν(α) | θα απαρτίζεσαι | να απαρτίζεσαι | ||
γ' ενικ. | απαρτίζεται | απαρτιζόταν(ε) | θα απαρτίζεται | να απαρτίζεται | ||
α' πληθ. | απαρτιζόμαστε | απαρτιζόμαστε απαρτιζόμασταν |
θα απαρτιζόμαστε | να απαρτιζόμαστε | ||
β' πληθ. | απαρτίζεστε | απαρτιζόσαστε απαρτιζόσασταν |
θα απαρτίζεστε | να απαρτίζεστε | (απαρτίζεστε) | |
γ' πληθ. | απαρτίζονται | απαρτίζονταν απαρτιζόντουσαν |
θα απαρτίζονται | να απαρτίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απαρτίστηκα | θα απαρτιστώ | να απαρτιστώ | απαρτιστεί | ||
β' ενικ. | απαρτίστηκες | θα απαρτιστείς | να απαρτιστείς | απαρτίσου | ||
γ' ενικ. | απαρτίστηκε | θα απαρτιστεί | να απαρτιστεί | |||
α' πληθ. | απαρτιστήκαμε | θα απαρτιστούμε | να απαρτιστούμε | |||
β' πληθ. | απαρτιστήκατε | θα απαρτιστείτε | να απαρτιστείτε | απαρτιστείτε | ||
γ' πληθ. | απαρτίστηκαν απαρτιστήκαν(ε) |
θα απαρτιστούν(ε) | να απαρτιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απαρτιστεί | είχα απαρτιστεί | θα έχω απαρτιστεί | να έχω απαρτιστεί | απαρτισμένος | |
β' ενικ. | έχεις απαρτιστεί | είχες απαρτιστεί | θα έχεις απαρτιστεί | να έχεις απαρτιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει απαρτιστεί | είχε απαρτιστεί | θα έχει απαρτιστεί | να έχει απαρτιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απαρτιστεί | είχαμε απαρτιστεί | θα έχουμε απαρτιστεί | να έχουμε απαρτιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε απαρτιστεί | είχατε απαρτιστεί | θα έχετε απαρτιστεί | να έχετε απαρτιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απαρτιστεί | είχαν απαρτιστεί | θα έχουν απαρτιστεί | να έχουν απαρτιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαρτισμένος - είμαστε, είστε, είναι απαρτισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαρτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαρτισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαρτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαρτισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαρτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαρτισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απαρτίζω
Πηγές
επεξεργασία- απαρτίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απαρτίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- απαρτίζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας