Δείτε επίσης: ἀπαρτίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία
απαρτίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαρτίζω  δείτε και τις λέξεις ἄρτι και ἄρτιος

απαρτίζω, αόρ.: απάρτισα, παθ.φωνή: απαρτίζομαι, μτχ.π.ε.: απαρτιζόμενος, π.αόρ.: απαρτίστηκα/απαρτίσθηκα, μτχ.π.π.: απαρτισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία