Δείτε επίσης: συγκροτῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

συγκροτώ, πρτ.: συγκροτούσα, αόρ.: συγκρότησα, παθ.φωνή: συγκροτούμαι, π.αόρ.: συγκροτήθηκα, μτχ.π.π.: συγκροτημένος

Μεταφράσεις

επεξεργασία