συγκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκροτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκροτέω / συγκροτῶ < συν- + κροτέω < κρότος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siŋ.gɾoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐γκρο‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίασυγκροτώ, πρτ.: συγκροτούσα, αόρ.: συγκρότησα, παθ.φωνή: συγκροτούμαι, π.αόρ.: συγκροτήθηκα, μτχ.π.π.: συγκροτημένος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκροτώ | συγκροτούσα | θα συγκροτώ | να συγκροτώ | συγκροτώντας | |
β' ενικ. | συγκροτείς | συγκροτούσες | θα συγκροτείς | να συγκροτείς | (συγκρότει) | |
γ' ενικ. | συγκροτεί | συγκροτούσε | θα συγκροτεί | να συγκροτεί | ||
α' πληθ. | συγκροτούμε | συγκροτούσαμε | θα συγκροτούμε | να συγκροτούμε | ||
β' πληθ. | συγκροτείτε | συγκροτούσατε | θα συγκροτείτε | να συγκροτείτε | συγκροτείτε | |
γ' πληθ. | συγκροτούν(ε) | συγκροτούσαν(ε) | θα συγκροτούν(ε) | να συγκροτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκρότησα | θα συγκροτήσω | να συγκροτήσω | συγκροτήσει | ||
β' ενικ. | συγκρότησες | θα συγκροτήσεις | να συγκροτήσεις | συγκρότησε | ||
γ' ενικ. | συγκρότησε | θα συγκροτήσει | να συγκροτήσει | |||
α' πληθ. | συγκροτήσαμε | θα συγκροτήσουμε | να συγκροτήσουμε | |||
β' πληθ. | συγκροτήσατε | θα συγκροτήσετε | να συγκροτήσετε | συγκροτήστε | ||
γ' πληθ. | συγκρότησαν συγκροτήσαν(ε) |
θα συγκροτήσουν(ε) | να συγκροτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκροτήσει | είχα συγκροτήσει | θα έχω συγκροτήσει | να έχω συγκροτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκροτήσει | είχες συγκροτήσει | θα έχεις συγκροτήσει | να έχεις συγκροτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκροτήσει | είχε συγκροτήσει | θα έχει συγκροτήσει | να έχει συγκροτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκροτήσει | είχαμε συγκροτήσει | θα έχουμε συγκροτήσει | να έχουμε συγκροτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκροτήσει | είχατε συγκροτήσει | θα έχετε συγκροτήσει | να έχετε συγκροτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκροτήσει | είχαν συγκροτήσει | θα έχουν συγκροτήσει | να έχουν συγκροτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκροτούμαι | συγκροτούμουν | θα συγκροτούμαι | να συγκροτούμαι | ||
β' ενικ. | συγκροτείσαι | συγκροτούσουν | θα συγκροτείσαι | να συγκροτείσαι | ||
γ' ενικ. | συγκροτείται | συγκροτούνταν | θα συγκροτείται | να συγκροτείται | ||
α' πληθ. | συγκροτούμαστε | συγκροτούμασταν συγκροτούμαστε |
θα συγκροτούμαστε | να συγκροτούμαστε | ||
β' πληθ. | συγκροτείστε | συγκροτούσασταν συγκροτούσαστε |
θα συγκροτείστε | να συγκροτείστε | συγκροτείστε | |
γ' πληθ. | συγκροτούνται | συγκροτούνταν | θα συγκροτούνται | να συγκροτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκροτήθηκα | θα συγκροτηθώ | να συγκροτηθώ | συγκροτηθεί | ||
β' ενικ. | συγκροτήθηκες | θα συγκροτηθείς | να συγκροτηθείς | συγκροτήσου | ||
γ' ενικ. | συγκροτήθηκε | θα συγκροτηθεί | να συγκροτηθεί | |||
α' πληθ. | συγκροτηθήκαμε | θα συγκροτηθούμε | να συγκροτηθούμε | |||
β' πληθ. | συγκροτηθήκατε | θα συγκροτηθείτε | να συγκροτηθείτε | συγκροτηθείτε | ||
γ' πληθ. | συγκροτήθηκαν συγκροτηθήκαν(ε) |
θα συγκροτηθούν(ε) | να συγκροτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκροτηθεί | είχα συγκροτηθεί | θα έχω συγκροτηθεί | να έχω συγκροτηθεί | συγκροτημένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκροτηθεί | είχες συγκροτηθεί | θα έχεις συγκροτηθεί | να έχεις συγκροτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκροτηθεί | είχε συγκροτηθεί | θα έχει συγκροτηθεί | να έχει συγκροτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκροτηθεί | είχαμε συγκροτηθεί | θα έχουμε συγκροτηθεί | να έχουμε συγκροτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκροτηθεί | είχατε συγκροτηθεί | θα έχετε συγκροτηθεί | να έχετε συγκροτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκροτηθεί | είχαν συγκροτηθεί | θα έχουν συγκροτηθεί | να έχουν συγκροτηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- συγκροτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας