συγκροτημένος
→ δείτε τη λέξη συγκροτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκροτώ
Μετοχή
επεξεργασίασυγκροτημένος, -η, -ο
- που έχει οργανωθεί-συγκροτηθεί (συνήθως θετική σημασία)
- συνετός, συνεπής, επιμελής κι αυτοσυγκρατημένος
- που έχει ανεπτυγμένη προσαγώγια έλικα
- συνιστάμενος, συντεθειμένος