→ δείτε τη λέξη συγκροτώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συγκροτημένος η συγκροτημένη το συγκροτημένο
      γενική του συγκροτημένου της συγκροτημένης του συγκροτημένου
    αιτιατική τον συγκροτημένο τη συγκροτημένη το συγκροτημένο
     κλητική συγκροτημένε συγκροτημένη συγκροτημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συγκροτημένοι οι συγκροτημένες τα συγκροτημένα
      γενική των συγκροτημένων των συγκροτημένων των συγκροτημένων
    αιτιατική τους συγκροτημένους τις συγκροτημένες τα συγκροτημένα
     κλητική συγκροτημένοι συγκροτημένες συγκροτημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συγκροτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συγκροτώ

  Μετοχή επεξεργασία

συγκροτημένος, -η, -ο

  1. που έχει οργανωθεί-συγκροτηθεί (συνήθως θετική σημασία)
  2. συνετός, συνεπής, επιμελής κι αυτοσυγκρατημένος
    • που έχει ανεπτυγμένη προσαγώγια έλικα
  3. συνιστάμενος, συντεθειμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία