Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
form forms

form (en)

  1. η μορφή, είδος ή ποικιλία κάτι
    ⮡  a form of government/worship - μορφή διακυβέρνησης/λατρείας
    ⮡  the various forms of racism - οι διαφορές μορφές ρατσισμού
    ⮡  I hate every form of violence/fanaticism.
    Απεχθάνομαι κάθε μορφή βίας/φανατισμού.
  2. ο τύπος, η μορφή μιας λέξης
    ⮡  the present tense form - ο τύπος του ενεστώτα
    ⮡  The indefinite article has two forms.
    Το αόριστο άρθρο έχει δυο τύπους.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση
    ⮡  an animal which changes form to avoid its predators - ζώο που αλλάζει μορφή για να αποφύγει τους εχθρούς του
  4. το έντυπο, ένα έγγραφο που περιέχει ερωτήσεις και κενά προς συμπλήρωση
    ⮡  an application form - έντυπο αίτησης
    ⮡  Complete and sign the form.
    Συμπληρώστε και υπογράψτε το έντυπο.
  5. η μορφή, το σχήμα
    ⮡  a building in a circular form - κτίριο με κυκλική μορφή
    ⮡  geometric forms - γεωμετρικά σχήματα
    ⮡  a new edition in tabloid form - νέα έκδοση σε σχήμα ταμπλόιντ
  6. (μη μετρήσιμο) η φόρμα, πόσο γυμνασμένος και υγιής είναι κάποιος
    ⮡  He is in good form.
    Είναι σε καλή φόρμα.
  7. το τυπικό που ακολουθείται, πχ σε μια ιεροτελεστία
  8. ο τύπος σε αντίθεση με την ουσία
ενεστώτας form
γ΄ ενικό ενεστώτα forms
αόριστος formed
παθητική μετοχή formed
ενεργητική μετοχή forming

form (en)

  1. (μεταβατικό) σχηματίζω, φτιάχνω, παράγω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο ή το κάνω να έχει συγκεκριμένο σχήμα
    ⮡  He can’t form a correct sentence.
    Δεν μπορεί να σχηματίσει μια σωστή πρόταση.
    ⮡  I formed a pile with sand/rocks.
    Σχημάτισα ένα σωρό με άμμο/με πέτρες.
    ⮡  I am forming new words.
    Φτιάχνω καινούριες λέξεις.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, τακτοποιώ αντικείμενα ή άτομα έτσι ώστε να είναι σε μια ομάδα με ένα συγκεκριμένο σχήμα· οργανώνομαι σε μια ομάδα με αυτόν τον τρόπο
    ⮡  We formed groups of four.
    Σχηματίσαμε τετράδες.
    ⮡  They are forming a circle./They form a set.
    Σχηματίζουν έναν κύκλο/ένα σύνολο.
    ⮡  We formed a procession.
    Σχηματίσαμε μια πομπή.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, ειδικά για τα φυσικά πράγματα, αρχίζει να υπάρχει και σταδιακά εξελίσσεται σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
    ⮡  Ice formed on the lake.
    Σχηματίστηκε πάγος στη λίμνη.
    ⮡  The rainwater formed small lakes.
    Τα νερά της βροχής σχημάτισαν μικρές λίμνες.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, δημιουργώ, διαμορφώνω, αρχίζω να υπάρχω και να εξελίσσομαι· κάνω κάτι να αρχίσει να υπάρχει και να εξελίσσεται
    ⮡  I am forming an opinion.
    Σχηματίζω γνώμη.
    ⮡  The idea that formed in his mind…
    Η ιδέα που σχηματίστηκε στο μυαλό του…
    ⮡  I am forming good habits.
    Δημιουργώ καλές συνήθειες.
    ⮡  He formed an entire philosophical system.
    Διαμόρφωσε ένα ολόκληρο φιλοσοφικό σύστημα.
     συνώνυμα:  shape
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, συγκροτώ, ξεκινάω μια ομάδα ανθρώπων· ερχόμαστε μαζί σε μια ομάδα αυτού του είδους
    ⮡  I am forming a new class for beginners.
    Σχηματίζω μια καινούρια τάξη αρχαρίων.
    ⮡  We formed a government.
    Σχηματίσαμε κυβέρνηση.
    ⮡  They formed themselves into a committee.
    Σχημάτισαν/Συγκρότησαν οι ίδιοι μια επιτροπή.
  6. αποτελώ, είμαι κάτι, έχω μια συγκεκριμένη λειτουργία ή μορφή
    ⮡  The River Evros forms the boundary between Greece and Turkey.
    Ο Έβρος αποτελεί το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
    ⮡  This lecture forms part of a series.
    Αυτή η διάλεξη αποτελεί μέρος μιας σειράς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compose
  7. (μεταβατικό) διαμορφώνω, διαπλάθω, έχω μια επιρροή στον τρόπο που κάτι εξελίσσεται
    ⮡  It forms the character/the mind of a child.
    Διαμορφώνει/Διαπλάθει τον χαρακτήρα/το μυαλό ενός παιδιού.
     συνώνυμα:  mould και shape