form
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
form | forms |
form (en)
- η μορφή, είδος ή ποικιλία κάτι
- ↪ a form of government/worship - μορφή διακυβέρνησης/λατρείας
- ↪ the various forms of racism - οι διαφορές μορφές ρατσισμού
- ↪ I hate every form of violence/fanaticism.
- Απεχθάνομαι κάθε μορφή βίας/φανατισμού.
- ο τύπος, η μορφή μιας λέξης
- ↪ the present tense form - ο τύπος του ενεστώτα
- ↪ The indefinite article has two forms.
- Το αόριστο άρθρο έχει δυο τύπους.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση
- ↪ an animal which changes form to avoid its predators - ζώο που αλλάζει μορφή για να αποφύγει τους εχθρούς του
- το έντυπο, ένα έγγραφο που περιέχει ερωτήσεις και κενά προς συμπλήρωση
- ↪ an application form - έντυπο αίτησης
- ↪ Complete and sign the form.
- Συμπληρώστε και υπογράψτε το έντυπο.
- η μορφή, το σχήμα
- ↪ a building in a circular form - κτίριο με κυκλική μορφή
- ↪ geometric forms - γεωμετρικά σχήματα
- (μη μετρήσιμο) η φόρμα, πόσο γυμνασμένος και υγιής είναι κάποιος
- ↪ He is in good form.
- Είναι σε καλή φόρμα.
- ↪ He is in good form.
- το τυπικό που ακολουθείται, πχ σε μια ιεροτελεστία
- ο τύπος σε αντίθεση με την ουσία
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | form |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forms |
αόριστος | formed |
παθητική μετοχή | formed |
ενεργητική μετοχή | forming |
form (en)
- (μεταβατικό) σχηματίζω, φτιάχνω, παράγω κάτι με συγκεκριμένο τρόπο ή το κάνω να έχει συγκεκριμένο σχήμα
- ↪ He can’t form a correct sentence.
- Δεν μπορεί να σχηματίσει μια σωστή πρόταση.
- ↪ I formed a pile with sand/rocks.
- Σχημάτισα ένα σωρό με άμμο/με πέτρες.
- ↪ I am forming new words.
- Φτιάχνω καινούριες λέξεις.
- ↪ He can’t form a correct sentence.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, τακτοποιώ αντικείμενα ή άτομα έτσι ώστε να είναι σε μια ομάδα με ένα συγκεκριμένο σχήμα· οργανώνομαι σε μια ομάδα με αυτόν τον τρόπο
- ↪ We formed groups of four.
- Σχηματίσαμε τετράδες.
- ↪ They are forming a circle./They form a set.
- Σχηματίζουν έναν κύκλο/ένα σύνολο.
- ↪ We formed a procession.
- Σχηματίσαμε μια πομπή.
- ↪ We formed groups of four.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, ειδικά για τα φυσικά πράγματα, αρχίζει να υπάρχει και σταδιακά εξελίσσεται σε ένα συγκεκριμένο σχήμα
- ↪ Ice formed on the lake.
- Σχηματίστηκε πάγος στη λίμνη.
- ↪ The rainwater formed small lakes.
- Τα νερά της βροχής σχημάτισαν μικρές λίμνες.
- ↪ Ice formed on the lake.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, δημιουργώ, διαμορφώνω, αρχίζω να υπάρχω και να εξελίσσομαι· κάνω κάτι να αρχίσει να υπάρχει και να εξελίσσεται
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σχηματίζω, συγκροτώ, ξεκινάω μια ομάδα ανθρώπων· ερχόμαστε μαζί σε μια ομάδα αυτού του είδους
- ↪ I am forming a new class for beginners.
- Σχηματίζω μια καινούρια τάξη αρχαρίων.
- ↪ We formed a government.
- Σχηματίσαμε κυβέρνηση.
- ↪ They formed themselves into a committee.
- Σχημάτισαν/Συγκρότησαν οι ίδιοι μια επιτροπή.
- ↪ I am forming a new class for beginners.
- αποτελώ, είμαι κάτι, έχω μια συγκεκριμένη λειτουργία ή μορφή
- (μεταβατικό) διαμορφώνω, διαπλάθω, έχω μια επιρροή στον τρόπο που κάτι εξελίσσεται
Πηγές
επεξεργασία- form (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- form (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 861, 904-905. ISBN 9780194325684., λήμμα: σχηματίζω, τύπος