Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τυπικό τα τυπικά
      γενική του τυπικού των τυπικών
    αιτιατική το τυπικό τα τυπικά
     κλητική τυπικό τυπικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τυπικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυπικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ti.piˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐πι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τυπικό ουδέτερο

  1. (γραμματική) το κομμάτι της γραμματικής το οποίο έχει ως ασχολία τους τύπους των λέξεων, δηλαδή την κλίση των ουσιαστικών, των αντωνυμιών, των αριθμητικών και των ρημάτων
     συνώνυμα: τυπολογικό
  2. (εκκλησιαστικός όρος) τα λειτουργικά βιβλία τα οποία ορίζουν οτιδήποτε αφορά την πραγματοποίηση των ιερών ακολουθιών της εκκλησίας
    το τυπικό της Καθολικής Εκκλησίας, το Ορθόδοξο τυπικό
    Οι Ουνίτες τηρούν το βυζαντινό τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις τυπικός και τύπος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

τυπικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τυπικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τυπικός

  Πηγές επεξεργασία