τυπικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυπικό | τα | τυπικά |
γενική | του | τυπικού | των | τυπικών |
αιτιατική | το | τυπικό | τα | τυπικά |
κλητική | τυπικό | τυπικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τυπικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τυπικός
- για τον εκκλησιαστικό όρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τυπικόν (συνήθως με κεφαλαίο Τυπικόν)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.piˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐πι‐κό
Ουσιαστικό
επεξεργασίατυπικό ουδέτερο
- (γραμματική) το κομμάτι της γραμματικής το οποίο έχει ως ασχολία τους τύπους των λέξεων, δηλαδή την κλίση των ουσιαστικών, των αντωνυμιών, των αριθμητικών και των ρημάτων
- (εκκλησιαστικός όρος) τα λειτουργικά βιβλία τα οποία ορίζουν οτιδήποτε αφορά την πραγματοποίηση των ιερών ακολουθιών της εκκλησίας
- ⮡ το τυπικό της Καθολικής Εκκλησίας, το Ορθόδοξο τυπικό
- ⮡ Οι Ουνίτες τηρούν το βυζαντινό τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις τυπικός και τύπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία στη γραμματική
|
εκκληστιαστικός όρος
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίατυπικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του τυπικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του τυπικός
Πηγές
επεξεργασία- τυπικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τυπικό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)