γραμματική
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γραμματική < αρχαία ελληνική γραμματική (εννοείται τέχνη) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γραμματικός < γράφω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣɾa.ma.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραμ‐μα‐τι‐κή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γραμματική θηλυκό
- (γλωσσολογία, μη αριθμητό) το σύνολο των γραμματικών κανόνων που διέπουν τον προφορικό και γραπτό λόγο μιας γλώσσας (φωνολογία, μορφολογία, συντακτικό)
- μαθαίνω την ελληνική γραμματική
- (συνεκδοχικά, μη αριθμητό) μάθημα που ασχολείται με τους γραμματικούς κανόνες μιας γλώσσας
- την πρώτη ώρα έχουμε γραμματική
- (συνεκδοχικά, αριθμητό) βιβλίο ή σύγγραμμα που παρουσιάζει και μελετά τους κανόνες αυτούς
- πού τη βρήκες αυτή τη γραμματική;
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σύνολο κανόνων