συντακτικό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συντακτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου συντακτικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.nda.kti.ˈkɔ/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
συντακτικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλωσσολογία) το τμήμα της γραμματικής που περιέχει κανόνες για τη δομή και τη λειτουργία μιας γλώσσας
- απαιτείται καλή γνώση του συντακτικού για τη μετάφραση του κειμένου
- (συνεκδοχικά) μάθημα που ασχολείται με τους συντακτικούς κανόνες μιας γλώσσας
- θα κάνομε συντακτικό σήμερα
- (συνεκδοχικά) βιβλίο ή σύγγραμμα που παρουσιάζει και μελετά τους κανόνες αυτούς
- είναι πολύ καλό αυτό το συντακτικό
- (πληροφορική) το σύνολο των κανόνων της διατύπωσης των εντολών σε μια γλώσσα προγραμματισμού
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
συντακτικό
- συντακτικός, στην αιτιατική του ενικού
- ουδέτερο του συντακτικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού