συντακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντακτικός < ελληνιστική κοινή συντακτικός[1] [2] < αρχαία ελληνική συντάσσω < τάσσω / τάττω
Επίθετο
επεξεργασίασυντακτικός
- (γραμματική) που έχει σχέση με τη σύνταξη ή αναφέρεται σ’ αυτή
- που έχει σχέση με τη σύνταξη ενός εντύπου και τους συντάκτες ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (πολιτική) άλλη μορφή του συνταγματικός
- (ουσιαστικοποιημένο) συντακτικό
Συγγενικά
επεξεργασία- συντακτικά
- συντακτικώς
- → δείτε τις λέξεις σύνταξη, συντάσσω και τάσσω
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντακτικός
- ↑ συντακτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ 2,0 2,1 συντακτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 3,0 3,1 3,2 συντακτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)