Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συνταγματικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συνταγματικ
ός
η
συνταγματικ
ή
το
συνταγματικ
ό
γενική
του
συνταγματικ
ού
της
συνταγματικ
ής
του
συνταγματικ
ού
αιτιατική
τον
συνταγματικ
ό
τη
συνταγματικ
ή
το
συνταγματικ
ό
κλητική
συνταγματικ
έ
συνταγματικ
ή
συνταγματικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συνταγματικ
οί
οι
συνταγματικ
ές
τα
συνταγματικ
ά
γενική
των
συνταγματικ
ών
των
συνταγματικ
ών
των
συνταγματικ
ών
αιτιατική
τους
συνταγματικ
ούς
τις
συνταγματικ
ές
τα
συνταγματικ
ά
κλητική
συνταγματικ
οί
συνταγματικ
ές
συνταγματικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συνταγματικός
<
σύνταγμα
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
συνταγματικός
ο σχετικός με το
σύνταγμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συνταγματικός
αγγλικά
:
constitutional
(en)
γαλλικά
:
constitutionnel
(fr)
,
syntagmatique
(fr)
γερμανικά
:
verfassungsmäßig
(de)
δανικά
:
konstitutionel
(da)
ισπανικά
:
constitucional
(es)
ιταλικά
:
costituzionale
(it)
καταλανικά
:
constitucional
(ca)
νορβηγικά
:
konstitusjonell
(no)
ολλανδικά
:
grondwettelijk
(nl)
,
constitutioneel
(nl)
ουγγρικά
:
alkotmányos
(hu)
πολωνικά
:
konstytucyjny
(pl)
πορτογαλικά
:
constitucional
(pt)
ρουμανικά
:
constituțional
(ro)
ρωσικά
:
конституционный
(ru)
σουηδικά
:
konstitutionell
(sv)
τσεχικά
:
ústavní
(cs)
φινλανδικά
:
perustuslaillinen
(fi)