syntax
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
syntax (en)
- η σύνταξη, το συντακτικό μιας γλώσσας
- (πληροφορική) το συντακτικό μιας γλώσσας προγραμματισμού
- → δείτε τη λέξη syntactic sugar
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
syntax στην αγγλική Βικιπαίδεια