Δείτε επίσης: syntaxis

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsɪn.tæx/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

syntax (en)

  1. η σύνταξη, το συντακτικό μιας γλώσσας
  2. (πληροφορική) το συντακτικό μιας γλώσσας προγραμματισμού
    → δείτε τη λέξη syntactic sugar

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • syntax στην αγγλική Βικιπαίδεια