Δείτε επίσης: syntaxis

Ουσιαστικό

επεξεργασία

syntax (en)

  1. η σύνταξη, το συντακτικό μιας γλώσσας
  2. (πληροφορική) το συντακτικό μιας γλώσσας προγραμματισμού
     δείτε τη λέξη syntactic sugar

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • syntax στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια