Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sɪnˈtaksɪs/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

syntaxis (en)

  1. (σπάνιο) (γραμματική) η σύνταξη, το συντακτικό μιας γλώσσας
    • → δείτε τη λέξη syntax
  2. (σπάνιο) (κρυσταλλογραφία) …
    • → δείτε τη λέξη syntaxy



Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

syntaxis < (άμεσο δάνειο) αρχαία ελληνική σύνταξις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

syntaxis (la) θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία