γραμματικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- γραμματικός < [1]
- που αναφέρεται στα γράμματα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γραμματικός (που γνωρίζει καλά τα γράμματα, που μπορεί να τα διδάξει) < αρχαία ελληνική γράφω
- που έχει σχέση με τη γραμματική < γραμματικ(ή) + -ός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γραμματικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στα γράμματα και τις γνώσεις
- ↪ έχει γραμματικές γνώσεις
- που αναφέρεται στη γραμματική
- ↪ γραμματικοί κανόνες, γραμματικό γένος
- η μορφή που μπορει να πάρει μια λέξη
- ↪ γραμματικοί τύποι ρημάτων, ουσιαστικών
- που αναφέρεται κυριολεκτικά ή μεταφορικά σε γράμμα και σε λέξη
- ↪ γραμματική ερμηνεία του νόμου είναι η κατά γράμμα ερμηνεία του, η κατ' άλλους η αυστηρή και κατ' άλλους η απόλυτα σωστή, επειδή ακριβώς μένει στο τυπικό και δεν παρεκκλίνει σε υποκειμενικές εκτιμήσεις
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
που έχει σχέση με τη γραμματική
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- γραμματικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γραμματικός, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου γραμματικός
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γραμματικός αρσενικό
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο γραμματέας
- (φιλολογία, ιστορία) ονομασία των φιλολόγων της Αλεξάνδρειας στην ελληνιστική περίοδο
- ↪ οι αλεξανδρινοί γραμματικοί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γραμματέας
|
ονομασία των αλεξανδρινών φιλολόγων
Επεξεργασία
- ↑ «γραμματικός» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.