αραγονικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αραγονικά | ||
γενική | των | αραγονικών | ||
αιτιατική | τα | αραγονικά | ||
κλητική | αραγονικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αραγονικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αραγονικός στον πληθυντικό
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾa.ɣo.niˈka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐γο‐νι‐κά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αραγονικά ουδέτερο στον πληθυντικό
Άλλες γραφές
επεξεργασία- αραγωνικά (παλιότερη, μη απλοποιημένη γραφή)
- αραγκονικά (γραφή με αλφαβητική μεταγραφή)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αραγονικά
|