Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τυπικαριό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τυπικαρι
ό
τα
τυπικαρι
ά
γενική
του
τυπικαρι
ού
των
τυπικαρι
ών
αιτιατική
το
τυπικαρι
ό
τα
τυπικαρι
ά
κλητική
τυπικαρι
ό
τυπικαρι
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τυπικαριό
<
τυπικάρης
+
-αριό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τυπικαριό
ουδέτερο
(
θρησκεία
)
χώρος
φύλαξης
του
τυπικού
κι άλλων
εκκλησιαστικών
βιβλίων
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
τυπικάρης
και
τυπικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τυπικαριό