Δείτε επίσης: φορμά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φόρμα οι φόρμες
      γενική της φόρμας των φορμών
    αιτιατική τη φόρμα τις φόρμες
     κλητική φόρμα φόρμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φόρμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική forma < λατινική forma < ετρουσκική *morma < αρχαία ελληνική μορφή (αντιδάνειο)
 
φόρμα για κέικ
 
αθλητική φόρμα
 
εργάτης με φόρμα και κράνος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φόρμα θηλυκό

  1. καλούπι που δίνει μορφή σε άλλα αντικείμενα όταν αυτά είναι από από εύπλαστο υλικό ή γίνονται εύπλαστα κάτω από ειδικές συνθήκες
    ⮡  Φόρμα για γλυκά.
  2. (μεταφορικά) το αποτέλεσμα του φορμαρίσματος
    ⮡  Το παλτό/τα μαλλιά μου έχασαν τη φόρμα τους.
  3. (μεταφορικά) η μορφή ή τα χαρακτηριστικά στοιχεία διάφορων καλλιτεχνικών έργων
    ⮡  Η φόρμα σονάτας.
    ⮡  Οι φόρμες των ιμπρεσιονιστών.
    ⮡  Οι νέες φόρμες στη μουσική.
  4. ρούχα για σκληρές, χειρωνακτικές ή γενικά κοπιαστικές δουλειές από τις οποίες μπορεί κάποιος να λερωθεί ή και το ρούχο του να φθαρεί/σκιστεί -συχνά ολόσωμα
    ⮡  Η φόρμα του εργάτη.
    ⮡  Η αθλητική φόρμα.
    ⮡  Η φόρμα του μωρού.
    ⮡  Η φόρμα αδυνατίσματος. (συνήθως για να ιδρώνει κάποιος και να χάνει βάρος)
  5. (μεταφορικά) η καλή και φυσική, σωματική ή ψυχολογική κατάσταση
    ⮡  Δεν είμαι στις φόρμες μου σήμερα.
    ⮡  Είμαι σε καλή/κακή φόρμα. < πιθανά ετυμολογείται από πιο νέες εκφράσεις, όπως γαλλικά en forme και αγγλικά in form
  6. έτοιμη αίτηση ή έγγραφο με στερεότυπες εκφράσεις το οποίο πρέπει να συμπληρώνει ένας ενδιαφερόμενος με τα στοιχεία του
    ⮡  Συμπληρώστε παρακαλώ τη φόρμα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • είμαι σε φόρμα : (αγγλισμός) είμαι σε καλή φόρμα, σε καλή κατάσταση (χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί το επίθετο καλή) < to be in form

  Μεταφράσεις

επεξεργασία