formularo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formularo | formularoj |
αιτιατική | formularon | formularojn |
formularo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | formularo | formularoj |
αιτιατική | formularon | formularojn |
formularo (eo)