tracksuit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tracksuit | tracksuits |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαtracksuit (en)
- η αθλητική φόρμα
- ⮡ a men’s polyester knit tracksuit - ανδρική φόρμα από πλεκτό πολυέστερ
ενικός | πληθυντικός |
tracksuit | tracksuits |
tracksuit (en)