πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κράνος τα κράνη
      γενική του κράνους των κρανών
    αιτιατική το κράνος τα κράνη
     κλητική κράνος κράνη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κράνος < αρχαία ελληνική κράνος < κάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱr̥h₁-sr(-eh₂)
στρατιωτικό κράνος
κράνος μοτοσικλετιστή
κράνος ποδηλάτη
κράνος σπηλαιολόγου

Ουσιαστικό

επεξεργασία