κάσκα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κάσκα | οι | κάσκες |
γενική | της | κάσκας | των | κασκών |
αιτιατική | την | κάσκα | τις | κάσκες |
κλητική | κάσκα | κάσκες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κάσκα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κάσκα θηλυκό
- το κράνος, ιδιαίτερα του μοτοσικλετιστή ή του ποδηλάτη