ενικός         πληθυντικός  
helmet helmets

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

helmet (en)

  1. κράνος
  2. (εραλδική) κράνος πάνω από ένα στρατιωτικό οικόσημο που δείχνει τη θέση που έχει ο κάτοχός του στην αριστοκρατία
    ⮡  In British heraldry, the helmet is gold for the royal family, silver for peers, and steel for knights.
    Στην βρετανική εραλδική, το κράνος είναι χρυσός για τη βασιλική οικογένειας, αργυρός για ευγενές, και χαλύβδινος για ιππότες.