Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περικεφαλαία οι περικεφαλαίες
      γενική της περικεφαλαίας των περικεφαλαιών
    αιτιατική την περικεφαλαία τις περικεφαλαίες
     κλητική περικεφαλαία περικεφαλαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

περικεφαλαία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περικεφαλαία < αρχαία ελληνική περικεφάλαιος < περι- + κεφαλή
 
Μεσαιωνική περικεφαλαία.

  Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾi.ce.faˈle.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐κε‐φα‐λαί‐α

  Ουσιαστικό

περικεφαλαία θηλυκό

Εκφράσεις

Συγγενικά

  Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

  Πηγές