Δείτε επίσης: Κεφαλή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κεφαλή οι κεφαλές
      γενική της κεφαλής των κεφαλών
    αιτιατική την κεφαλή τις κεφαλές
     κλητική κεφαλή κεφαλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.faˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεφαλή
κεφαλή αρχαίου κούρου
Κεφαλές ανάγνωσης/εγγραφής σε μονάδα σκληρού δίσκου

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κεφαλή θηλυκό

  1. το κεφάλι
  2. ο αρχηγός, ο επικεφαλής
  3. το πιο σημαντικό μέρος μιας ομάδας η ενός αντικειμένου
  4. (τεχνολογία) το εξάρτημα που διαβάζει ή γράφει σε ηλεκτρονικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για εγγραφή ή αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας (πικάπ, βίντεο κλπ)
  5. (υλικό υπολογιστή) εξάρτημα μονάδας μαγνητικού μέσου που διαβάζει και γράφει δεδομένα
      ο βραχίονας των κεφαλών έχει το υψηλότερο ποσοστό τριβών στο δίσκο, και είναι ένα πιθανό σημείο αποτυχίας. [2]

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία