κεφαλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεφαλή | οι | κεφαλές |
γενική | της | κεφαλής | των | κεφαλών |
αιτιατική | την | κεφαλή | τις | κεφαλές |
κλητική | κεφαλή | κεφαλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κεφαλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κεφαλή
- (τεχνολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική head[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ce.faˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λή
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλή θηλυκό
- το κεφάλι
- ο αρχηγός, ο επικεφαλής
- το πιο σημαντικό μέρος μιας ομάδας η ενός αντικειμένου
- (τεχνολογία) το εξάρτημα που διαβάζει ή γράφει σε ηλεκτρονικά μηχανήματα που χρησιμοποιούνται για εγγραφή ή αναπαραγωγή ήχου ή εικόνας (πικάπ, βίντεο κλπ)
- (υλικό υπολογιστή) εξάρτημα μονάδας μαγνητικού μέσου που διαβάζει και γράφει δεδομένα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τμήμα του οργανισμού ανθρώπων και ζώων
→ δείτε τη λέξη κεφάλι |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κεφαλή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Άγγελος Κυρίτσης, Διάρκεια Ζωής Σκληρού Δίσκου: Η "Σκληρή" Αλήθεια, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-01-25. Προσπέλαση 2020-07-16.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίακεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l-
Ουσιαστικό
επεξεργασίακεφαλή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ἀκέφαλος
- μονοκέφαλος
- ἀμφικέφαλος
- δικέφαλος
- τρικέφαλος
- τρισσοκέφαλος
- τετρακέφαλος
- πεντακέφαλος
- ἑπτακέφαλος
- ἐννεακέφαλος
- πολυκέφαλος
- ζωοκέφαλος
- αἰγοκέφαλος
- βουκέφαλος
- δρακοντοκέφαλος
- κυνοκέφαλος
- ἐχιδνοκέφαλος
- ὀνοκέφαλος
- ταυροκέφαλος
- ἁδροκέφαλος
- βαρυκέφαλος
- βραχυκέφαλος
- μακροκέφαλος
- μεγαλοκέφαλος
- μικροκέφαλος
- ἀποκεφαλίζω
- ἐγκέφαλος
- ἀνεγκέφαλος
- βαρυεγκέφαλος
- εὐκέφαλος
- κεφαλαλγία
- ὑγροκέφαλος
- χρυσοκέφαλος