Δείτε επίσης: Δικέφαλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δικέφαλος η δικέφαλη το δικέφαλο
      γενική του δικέφαλου της δικέφαλης του δικέφαλου
    αιτιατική τον δικέφαλο τη δικέφαλη το δικέφαλο
     κλητική δικέφαλε δικέφαλη δικέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δικέφαλοι οι δικέφαλες τα δικέφαλα
      γενική των δικέφαλων των δικέφαλων των δικέφαλων
    αιτιατική τους δικέφαλους τις δικέφαλες τα δικέφαλα
     κλητική δικέφαλοι δικέφαλες δικέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
Ο δικέφαλος αετός.

  Ετυμολογία

επεξεργασία

δικέφαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δικέφαλος[1] Συγχρονικά ανανλύεται σε (δις) δι- + -κέφαλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðiˈce.fa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐κέ‐φα‐λος

  Επίθετο

επεξεργασία

δικέφαλος, -η, -ο

  • που έχει δυο κεφάλια
    δικέφαλος μυς (και ουσιαστικοποιημένο)
    → και δείτε τη λέξη Δικέφαλος (κύριο όνομα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δικέφαλος τὸ δικέφαλον
      γενική τοῦ/τῆς δικεφάλου τοῦ δικεφάλου
      δοτική τῷ/τῇ δικεφάλ τῷ δικεφάλ
    αιτιατική τὸν/τὴν δικέφαλον τὸ δικέφαλον
     κλητική ! δικέφαλε δικέφαλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δικέφαλοι τὰ δικέφαλ
      γενική τῶν δικεφάλων τῶν δικεφάλων
      δοτική τοῖς/ταῖς δικεφάλοις τοῖς δικεφάλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δικεφάλους τὰ δικέφαλ
     κλητική ! δικέφαλοι δικέφαλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δικεφάλω τὼ δικεφάλω
      γεν-δοτ τοῖν δικεφάλοιν τοῖν δικεφάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία

δικέφαλος < (δίς) δι- + -κέφαλος

  Επίθετο

επεξεργασία

δικέφαλος, -ος, -ον