δικέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδικέφαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δικέφαλος[1] Συγχρονικά ανανλύεται σε (δις) δι- + -κέφαλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈce.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κέ‐φα‐λος
Επίθετο
επεξεργασίαδικέφαλος, -η, -ο
- που έχει δυο κεφάλια
- ⮡ δικέφαλος μυς (και ουσιαστικοποιημένο)
- → και δείτε τη λέξη Δικέφαλος (κύριο όνομα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ δικέφαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαδικέφαλος < (δίς) δι- + -κέφαλος
Επίθετο
επεξεργασίαδικέφαλος, -ος, -ον
- δικέφαλος, που έχει δυο κεφάλια
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, De Generatione Animalium Περί ζώων γενέσεως, 4.4- @scaife.perseus
- ἤδη δὲ καὶ ὄφις ὦπται δικέφαλος διὰ τὴν αὐτὴν αἰτίαν· ᾠοτοκεῖ γὰρ καὶ πολυτοκεῖ καὶ τοῦτο τὸ γένος.
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 46 692e, @scaife.perseus - @el.wikisource
- διὸ καὶ τῶν κατὰ τὴν Ἑλλάδα πολλὰς πόλεις καὶ τῶν κατὰ τὴν Ἰταλίαν καὶ Σικελίαν ἐπὶ τοῦ νομίσματος ἐγχαράττειν πρόσωπον δικέφαλον καὶ ἐκ θατέρου μέρους ἢ σχεδίαν ἢ στέφανον ἢ πλοῖον.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, De Generatione Animalium Περί ζώων γενέσεως, 4.4- @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- δικέφαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.