Δικέφαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δικέφαλος < δικέφαλος με πρόθημα (δις) δι-
- ποδοσφαιρική ομάδα < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου δικέφαλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðiˈce.fa.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐κέ‐φα‐λος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δικέφαλος αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο
- σύμβολο δυο ποδοσφαιρικών ομάδων οι οποίες ιδρύθηκαν από Κωνσταντινουπολίτες. Της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ
- ο Δικέφαλος του Βορρά