Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -κέφαλος η -κέφαλη το -κέφαλο
      γενική του -κέφαλου της -κέφαλης του -κέφαλου
    αιτιατική τον -κέφαλο τη(ν) -κέφαλη το -κέφαλο
     κλητική -κέφαλε -κέφαλη -κέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -κέφαλοι οι -κέφαλες τα -κέφαλα
      γενική των -κέφαλων των -κέφαλων των -κέφαλων
    αιτιατική τους -κέφαλους τις -κέφαλες τα -κέφαλα
     κλητική -κέφαλοι -κέφαλες -κέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

-κέφαλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -κέφαλος < κεφαλ(ή) + -ος και (λόγιο δάνειο) γαλλική -céphale.
(για όρους ανατομίας) < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική -ceps[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈce.fa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κέ‐φα‐λος

  Επίθημα επεξεργασία

-κέφαλος, -η, -ο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -κέφαλοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)