μικροκέφαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροκέφαλος < μεσαιωνική ελληνική μικροκέφαλος < αρχαία ελληνική μικροκέφαλος
Επίθετο
επεξεργασίαμικροκέφαλος, -η, -ο
- που έχει πολύ μικρό κεφάλι, που πάσχει από μικροκεφαλία
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροκέφαλος
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροκέφαλος < αρχαία ελληνική μικροκέφαλος
Επίθετο
επεξεργασίαμικροκέφαλος, -η, -ον
- που έχει πολύ μικρό κεφάλι
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχος 468, στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.193@archive.org
- κουκουβὰς ἐστράφηκεν, ... καὶ ἐπεχείρησεν ὀρτύκιν νὰ ὑβρίζῃ ... ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω σε, ὀρτύκιν, εἰς τὸν γάμον, νὰ ἦσαι μικροκέφαλον, ἄσκημον καὶ κωλάτον, καὶ παρδαλοχρωμάτιστον καὶ μελανοποδάτον, ... , ὑπάγω τοῦ ν᾿ἀνασφαγῶ, ὑπάγω ν᾿ ἀποθάνω.
- ※ 13ος/14ος αιώνας ⌘ Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχος 468, στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.193@archive.org