Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροκεφαλία οι μικροκεφαλίες
      γενική της μικροκεφαλίας των μικροκεφαλιών
    αιτιατική τη μικροκεφαλία τις μικροκεφαλίες
     κλητική μικροκεφαλία μικροκεφαλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροκεφαλία < μικρ(ος) + -ο- + -κεφαλία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροκεφαλία θηλυκό

  • (βιολογία) παθολογική κατάσταση στην οποία το κεφάλι είναι πολύ μικρότερο του συνηθισμένου

  Μεταφράσεις επεξεργασία