Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνασφάζομαι < ἀνα- + σφάζομαι

ἀνασφάζομαι

  • αυτοκτονώ
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχος 468, στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σελ.193@archive.org
    κουκουβὰς ἐστράφηκεν, ... καὶ ἐπεχείρησεν ὀρτύκιν νὰ ὑβρίζῃ ... ὅταν στραφῶ καὶ ἴδω σε, ὀρτύκιν, εἰς τὸν γάμον, νὰ ἦσαι μικροκέφαλον, ἄσκημον καὶ κωλάτον, καὶ παρδαλοχρωμάτιστον καὶ μελανοποδάτον, ... , ὑπάγω τοῦ ν᾿ ἀνασφαγῶ, ὑπάγω ν᾿ ἀποθάνω.

Συγγενικά

επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι

επεξεργασία