Δείτε επίσης: αὐτοκτονῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοκτονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοκτονῶ (αὐτοκτονέω) < αὐτοκτόνος. Συγχρονικά αναλύεται σε αυτο- + -κτονώ.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.fto.ktoˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κτο‐νώ

αυτοκτονώ, πρτ.: αυτοκτονούσα, αόρ.: αυτοκτόνησα (χωρίς παθητική φωνή) (αυτοκτονούμαι[1])

  1. (κυριολεκτικά) σκοτώνω ο ίδιος τον εαυτού μου με τη θέλησή μου
  2. (μεταφορικά) καταστρέφομαι, χάνω κάτι σπουδαίο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις αυτοκτόνος, αυτός και κτείνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αυτοκτονούμαι - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)