αυτοκτονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοκτονία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐτοκτονία < αὐτοκτονῶ (-έω) < αὐτοκτόνος. Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + -κτονία.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.fto.ktoˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐κτο‐νί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοκτονία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη αυτοκτόνος
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυτοκτονία
Πηγές
επεξεργασία- αυτοκτονία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αυτοκτονία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- s.v. αυτοκτονώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.