Ουσιαστικό

επεξεργασία

suicide (en)

  1. η αυτοκτονία
  2. ο/η αυτόχειρας

Εκφράσεις

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
suicide suicides

  Ετυμολογία

επεξεργασία
suicide < λατινική sui (προς τον ίδιο) + -cide

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

suicide (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία