τέρμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέρμα | τα | τέρματα |
γενική | του | τέρματος | των | τερμάτων |
αιτιατική | το | τέρμα | τα | τέρματα |
κλητική | τέρμα | τέρματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τέρμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *térmn̥ (τέρμα, όριο)
- για το γκολ < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική goal [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈteɾ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τέρμ‐μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέρμα ουδέτερο
- το τέλος μιας διαδρομής
- (αθλητισμός) χώρος που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κατακόρυφα δοκάρια (σε μερικά αθλήματα, δύο κατακόρυφα και ένα οριζόντιο), μέσα από τον οποίο πρέπει να περάσει η μπάλα για να σημειωθεί γκολ
- το επιτυχημένο πέρασμα της μπάλας μέσα από τα όρια του χώρου αυτού
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αθλητισμός, επιτυχία
→ δείτε τη λέξη γκολ |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τέρμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | τέρμᾰ | τὰ | τέρμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | τέρμᾰτος | τῶν | τερμᾰ́των |
δοτική | τῷ | τέρμᾰτῐ | τοῖς | τέρμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | τέρμᾰ | τὰ | τέρμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | τέρμᾰ | τέρμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τέρμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τερμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- τέρμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τέρμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.