πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατερμάτιστος η ατερμάτιστη το ατερμάτιστο
      γενική του ατερμάτιστου της ατερμάτιστης του ατερμάτιστου
    αιτιατική τον ατερμάτιστο την ατερμάτιστη το ατερμάτιστο
     κλητική ατερμάτιστε ατερμάτιστη ατερμάτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατερμάτιστοι οι ατερμάτιστες τα ατερμάτιστα
      γενική των ατερμάτιστων των ατερμάτιστων των ατερμάτιστων
    αιτιατική τους ατερμάτιστους τις ατερμάτιστες τα ατερμάτιστα
     κλητική ατερμάτιστοι ατερμάτιστες ατερμάτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ατερμάτιστος < α- + τερματίζω + -τος

ατερμάτιστος, -η, -ο

  • που δεν τερματίστηκε, ατέλειωτος, απεραίωτος
      Από πού να ξεκινήσει κανείς και πού να τερματίσει την ατερμάτιστη πολιτικολογία κάθε υποψήφιου, που θέλει να προβάλει τη δική του κομματική ατάκα.
    Σωσίβιο οι κάλπες, 02-10-2009, @topontiki.gr, ημερόμηνια ανάκτησης: 13-04-2025.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία