ατερμάτιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ατερμάτιστος, -η, -ο
- που δεν τερματίστηκε, ατέλειωτος, απεραίωτος
- ※ Από πού να ξεκινήσει κανείς και πού να τερματίσει την ατερμάτιστη πολιτικολογία κάθε υποψήφιου, που θέλει να προβάλει τη δική του κομματική ατάκα.
- Σωσίβιο οι κάλπες, 02-10-2009, @topontiki.gr, ημερόμηνια ανάκτησης: 13-04-2025.
- ※ Από πού να ξεκινήσει κανείς και πού να τερματίσει την ατερμάτιστη πολιτικολογία κάθε υποψήφιου, που θέλει να προβάλει τη δική του κομματική ατάκα.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ατερμάτιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας