τερματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τερματίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *térmn̥ (τέρμα, όριο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teɾ.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τερ‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατερματίζω, αόρ.: τερμάτισα, παθ.φωνή: τερματίζομαι, π.αόρ.: τερματίστηκα, μτχ.π.π.: τερματισμένος
- δίνω τέλος σε κάτι, σταματώ, ολοκληρώνω
- ↪ Πρέπει να τερματίσουμε τις διαδικασίες.
- φτάνω στο τέρμα μιας πορείας, ενός δρόμου
- ↪ Ο μαραθωνοδρόμος μας τερμάτισε στην 7η θέση.
- (τεχνολογία) βάζω ακροδέκτη σε ηλεκτρικό καλώδιο (ήχου, εικόνας, σύνδεσης συσκευών κ.λπ.)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη τέρμα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τερματίζω | τερμάτιζα | θα τερματίζω | να τερματίζω | τερματίζοντας | |
β' ενικ. | τερματίζεις | τερμάτιζες | θα τερματίζεις | να τερματίζεις | τερμάτιζε | |
γ' ενικ. | τερματίζει | τερμάτιζε | θα τερματίζει | να τερματίζει | ||
α' πληθ. | τερματίζουμε | τερματίζαμε | θα τερματίζουμε | να τερματίζουμε | ||
β' πληθ. | τερματίζετε | τερματίζατε | θα τερματίζετε | να τερματίζετε | τερματίζετε | |
γ' πληθ. | τερματίζουν(ε) | τερμάτιζαν τερματίζαν(ε) |
θα τερματίζουν(ε) | να τερματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τερμάτισα | θα τερματίσω | να τερματίσω | τερματίσει | ||
β' ενικ. | τερμάτισες | θα τερματίσεις | να τερματίσεις | τερμάτισε | ||
γ' ενικ. | τερμάτισε | θα τερματίσει | να τερματίσει | |||
α' πληθ. | τερματίσαμε | θα τερματίσουμε | να τερματίσουμε | |||
β' πληθ. | τερματίσατε | θα τερματίσετε | να τερματίσετε | τερματίστε | ||
γ' πληθ. | τερμάτισαν τερματίσαν(ε) |
θα τερματίσουν(ε) | να τερματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τερματίσει | είχα τερματίσει | θα έχω τερματίσει | να έχω τερματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τερματίσει | είχες τερματίσει | θα έχεις τερματίσει | να έχεις τερματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τερματίσει | είχε τερματίσει | θα έχει τερματίσει | να έχει τερματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τερματίσει | είχαμε τερματίσει | θα έχουμε τερματίσει | να έχουμε τερματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τερματίσει | είχατε τερματίσει | θα έχετε τερματίσει | να έχετε τερματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τερματίσει | είχαν τερματίσει | θα έχουν τερματίσει | να έχουν τερματίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τερματίζομαι | τερματιζόμουν(α) | θα τερματίζομαι | να τερματίζομαι | ||
β' ενικ. | τερματίζεσαι | τερματιζόσουν(α) | θα τερματίζεσαι | να τερματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | τερματίζεται | τερματιζόταν(ε) | θα τερματίζεται | να τερματίζεται | ||
α' πληθ. | τερματιζόμαστε | τερματιζόμαστε τερματιζόμασταν |
θα τερματιζόμαστε | να τερματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | τερματίζεστε | τερματιζόσαστε τερματιζόσασταν |
θα τερματίζεστε | να τερματίζεστε | (τερματίζεστε) | |
γ' πληθ. | τερματίζονται | τερματίζονταν τερματιζόντουσαν |
θα τερματίζονται | να τερματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τερματίστηκα | θα τερματιστώ | να τερματιστώ | τερματιστεί | ||
β' ενικ. | τερματίστηκες | θα τερματιστείς | να τερματιστείς | τερματίσου | ||
γ' ενικ. | τερματίστηκε | θα τερματιστεί | να τερματιστεί | |||
α' πληθ. | τερματιστήκαμε | θα τερματιστούμε | να τερματιστούμε | |||
β' πληθ. | τερματιστήκατε | θα τερματιστείτε | να τερματιστείτε | τερματιστείτε | ||
γ' πληθ. | τερματίστηκαν τερματιστήκαν(ε) |
θα τερματιστούν(ε) | να τερματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω τερματιστεί | είχα τερματιστεί | θα έχω τερματιστεί | να έχω τερματιστεί | τερματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις τερματιστεί | είχες τερματιστεί | θα έχεις τερματιστεί | να έχεις τερματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει τερματιστεί | είχε τερματιστεί | θα έχει τερματιστεί | να έχει τερματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε τερματιστεί | είχαμε τερματιστεί | θα έχουμε τερματιστεί | να έχουμε τερματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε τερματιστεί | είχατε τερματιστεί | θα έχετε τερματιστεί | να έχετε τερματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν τερματιστεί | είχαν τερματιστεί | θα έχουν τερματιστεί | να έχουν τερματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι τερματισμένος - είμαστε, είστε, είναι τερματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν τερματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν τερματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι τερματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι τερματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι τερματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι τερματισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα, τερματ- + -ίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *térmn̥ (τέρμα, όριο)
Πηγές
επεξεργασία- τερματίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τερματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.