τερματισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τερματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τερματίζω
Μετοχή επεξεργασία
τερματισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τερματίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τερματισμένος
|
τερματισμένος, -η, -ο
|