Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τερματισμένος η τερματισμένη το τερματισμένο
      γενική του τερματισμένου της τερματισμένης του τερματισμένου
    αιτιατική τον τερματισμένο την τερματισμένη το τερματισμένο
     κλητική τερματισμένε τερματισμένη τερματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τερματισμένοι οι τερματισμένες τα τερματισμένα
      γενική των τερματισμένων των τερματισμένων των τερματισμένων
    αιτιατική τους τερματισμένους τις τερματισμένες τα τερματισμένα
     κλητική τερματισμένοι τερματισμένες τερματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τερματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τερματίζω

  Μετοχή επεξεργασία

τερματισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία