ενεστώτας terminate
γ΄ ενικό ενεστώτα terminates
αόριστος terminated
παθητική μετοχή terminated
ενεργητική μετοχή terminating

terminate (en)

  1. διακόπτω
  2. τελειώνω
  3. καταστρέφω
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
    A third of the personnel was terminated due to economic reasons.
    Aπολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας.
    They terminated her from her job.
    Tην πέταξαν από τη δουλειά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fire