terminate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | terminate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | terminates |
αόριστος | terminated |
παθητική μετοχή | terminated |
ενεργητική μετοχή | terminating |
Ρήμα
επεξεργασίαterminate (en)
- διακόπτω
- τελειώνω
- καταστρέφω
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του