αποτερματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτερματίζω < ελληνιστική κοινή ἀποτερματίζω < ἀπό + τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα
Ρήμα
επεξεργασίααποτερματίζω αρσενικό
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτερματίζω | αποτερμάτιζα | θα αποτερματίζω | να αποτερματίζω | αποτερματίζοντας | |
β' ενικ. | αποτερματίζεις | αποτερμάτιζες | θα αποτερματίζεις | να αποτερματίζεις | αποτερμάτιζε | |
γ' ενικ. | αποτερματίζει | αποτερμάτιζε | θα αποτερματίζει | να αποτερματίζει | ||
α' πληθ. | αποτερματίζουμε | αποτερματίζαμε | θα αποτερματίζουμε | να αποτερματίζουμε | ||
β' πληθ. | αποτερματίζετε | αποτερματίζατε | θα αποτερματίζετε | να αποτερματίζετε | αποτερματίζετε | |
γ' πληθ. | αποτερματίζουν(ε) | αποτερμάτιζαν αποτερματίζαν(ε) |
θα αποτερματίζουν(ε) | να αποτερματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτερμάτισα | θα αποτερματίσω | να αποτερματίσω | αποτερματίσει | ||
β' ενικ. | αποτερμάτισες | θα αποτερματίσεις | να αποτερματίσεις | αποτερμάτισε | ||
γ' ενικ. | αποτερμάτισε | θα αποτερματίσει | να αποτερματίσει | |||
α' πληθ. | αποτερματίσαμε | θα αποτερματίσουμε | να αποτερματίσουμε | |||
β' πληθ. | αποτερματίσατε | θα αποτερματίσετε | να αποτερματίσετε | αποτερματίστε | ||
γ' πληθ. | αποτερμάτισαν αποτερματίσαν(ε) |
θα αποτερματίσουν(ε) | να αποτερματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποτερματίσει | είχα αποτερματίσει | θα έχω αποτερματίσει | να έχω αποτερματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποτερματίσει | είχες αποτερματίσει | θα έχεις αποτερματίσει | να έχεις αποτερματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποτερματίσει | είχε αποτερματίσει | θα έχει αποτερματίσει | να έχει αποτερματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτερματίσει | είχαμε αποτερματίσει | θα έχουμε αποτερματίσει | να έχουμε αποτερματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποτερματίσει | είχατε αποτερματίσει | θα έχετε αποτερματίσει | να έχετε αποτερματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτερματίσει | είχαν αποτερματίσει | θα έχουν αποτερματίσει | να έχουν αποτερματίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτερματίζω
|