οριοθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- οριοθετώ < (ελληνιστική κοινή)
Ρήμα
επεξεργασία
οριοθετώ
- προσδιορίζω τα όρια ενός πράγματος
- το Διεθνές Δικαστήριο θα οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα
- τα υπουργεία Οικονομικών και Οικονομίας καλούνται να οριοθετήσουν τις αρμοδιότητές τους