οροθετώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οροθετώ < ελληνιστική κοινή ὁροθετέω / ὁροθετῶ < αρχαία ελληνική ὅρος (σύνορο γης) + τίθημι
Ρήμα
επεξεργασίαοροθετώ (παθητική φωνή: οροθετούμαι)
- άλλη μορφή του οριοθετώ
Συγγενικά
επεξεργασία- οροθέτης
- οροθέτηση
- οροθετικός
- → δείτε τις λέξεις όρος και θέτω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οροθετώ | οροθετούσα | θα οροθετώ | να οροθετώ | οροθετώντας | |
β' ενικ. | οροθετείς | οροθετούσες | θα οροθετείς | να οροθετείς | (οροθέτει) | |
γ' ενικ. | οροθετεί | οροθετούσε | θα οροθετεί | να οροθετεί | ||
α' πληθ. | οροθετούμε | οροθετούσαμε | θα οροθετούμε | να οροθετούμε | ||
β' πληθ. | οροθετείτε | οροθετούσατε | θα οροθετείτε | να οροθετείτε | οροθετείτε | |
γ' πληθ. | οροθετούν(ε) | οροθετούσαν(ε) | θα οροθετούν(ε) | να οροθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | οροθέτησα | θα οροθετήσω | να οροθετήσω | οροθετήσει | ||
β' ενικ. | οροθέτησες | θα οροθετήσεις | να οροθετήσεις | οροθέτησε | ||
γ' ενικ. | οροθέτησε | θα οροθετήσει | να οροθετήσει | |||
α' πληθ. | οροθετήσαμε | θα οροθετήσουμε | να οροθετήσουμε | |||
β' πληθ. | οροθετήσατε | θα οροθετήσετε | να οροθετήσετε | οροθετήστε | ||
γ' πληθ. | οροθέτησαν οροθετήσαν(ε) |
θα οροθετήσουν(ε) | να οροθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οροθετήσει | είχα οροθετήσει | θα έχω οροθετήσει | να έχω οροθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις οροθετήσει | είχες οροθετήσει | θα έχεις οροθετήσει | να έχεις οροθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει οροθετήσει | είχε οροθετήσει | θα έχει οροθετήσει | να έχει οροθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οροθετήσει | είχαμε οροθετήσει | θα έχουμε οροθετήσει | να έχουμε οροθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε οροθετήσει | είχατε οροθετήσει | θα έχετε οροθετήσει | να έχετε οροθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οροθετήσει | είχαν οροθετήσει | θα έχουν οροθετήσει | να έχουν οροθετήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία οροθετώ
|