Ετυμολογία

επεξεργασία
οροθετώ < ελληνιστική κοινή ὁροθετέω / ὁροθετῶ < αρχαία ελληνική ὅρος (σύνορο γης) + τίθημι

οροθετώ (παθητική φωνή: οροθετούμαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία