αποτερματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποτερματισμός < ελληνιστική κοινή ἀποτερματισμός < ἀποτερματίζω < ἀπό + τερματίζω < αρχαία ελληνική τέρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποτερματισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποτερματισμός
|