Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτερματισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποτερματισμός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποτερματισμ
ός
οι
αποτερματισμ
οί
γενική
του
αποτερματισμ
ού
των
αποτερματισμ
ών
αιτιατική
τον
αποτερματισμ
ό
τους
αποτερματισμ
ούς
κλητική
αποτερματισμ
έ
αποτερματισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτερματισμός
<
ελληνιστική κοινή
ἀποτερματισμός
<
ἀποτερματίζω
<
ἀπό
+
τερματίζω
<
αρχαία ελληνική
τέρμα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποτερματισμός
αρσενικό
(
λόγιο
)
χάραξη
ορίων
,
οριοθέτηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτερματισμός