οριοθέτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οριοθέτηση | οι | οριοθετήσεις |
γενική | της | οριοθέτησης* | των | οριοθετήσεων |
αιτιατική | την | οριοθέτηση | τις | οριοθετήσεις |
κλητική | οριοθέτηση | οριοθετήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οριοθετήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοριοθέτηση θηλυκό
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οριοθετώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία οριοθέτηση