οριοθετήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οριοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οριοθετώ
- θα οριοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οριοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
οριοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οριοθέτηση